λελυμένα

λελυμένα
λύω
luo
perf part mp neut nom/voc/acc pl
λελυμένᾱ , λύω
luo
perf part mp fem nom/voc/acc dual
λελυμένᾱ , λύω
luo
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λελυμένας — λελυμένᾱς , λύω luo perf part mp fem acc pl λελυμένᾱς , λύω luo perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

  • λελυμέναι — λύω luo perf part mp fem nom/voc pl λελυμένᾱͅ , λύω luo perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”